- συμβία
- η, ΝΜΑη σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. σύμβιος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβία — συμβίᾱ , συμβία wife fem nom/voc/acc dual συμβίᾱ , συμβία wife fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβία — η σύζυγος: Δεν τα πάει καλά με τη συμβία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβίας — συμβίᾱς , συμβία wife fem acc pl συμβίᾱς , συμβία wife fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβιῶν — συμβία wife fem gen pl συμβιάζομαι force into union fut part act masc voc sg συμβιάζομαι force into union fut part act neut nom/voc/acc sg συμβιάζομαι force into union fut part act masc nom sg (attic epic ionic) συμβιόω live with pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Астрология — Иллюстрация из Часослова герцога Беррийского 15 века, отображающая связь знаков Зодиака с Гиппократовыми темпераментами в соответствии с «горячестью холодностью» и «влажностью сухостью» … Википедия
жена — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (συμβία) супруга; (γυνή), женщина … Словарь церковнославянского языка
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
σύμβιος — ον, θηλ. και ία, Α 1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο («προσφιλῆ ἀλλήλοις καὶ σύμβια», Θεόφρ.) 2. ως ουσ. α) σύντροφος, εταίρος β) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βιος (< βίος), πρβλ. έμ βιος] … Dictionary of Greek